Anonymous

ἡνιοχεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχεύω''': Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχέω]], ἐνεργῶ ὡς [[ἡνίοχος]], ὁ μὲν [[νόθος]] ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· [[μετὰ]] γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. [[κρατέω]] καὶ ἑξ.
|lstext='''ἡνιοχεύω''': Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχέω]], ἐνεργῶ ὡς [[ἡνίοχος]], ὁ μὲν [[νόθος]] ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· [[μετὰ]] γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. [[κρατέω]] καὶ ἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἡνιοχέω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύς]].
}}
}}