Anonymous

ἠπειρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπειρόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις [[πολλάκις]] καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. [[γίνομαι]] [[ἤπειρος]], καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.
|lstext='''ἠπειρόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις [[πολλάκις]] καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. [[γίνομαι]] [[ἤπειρος]], καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transformer en terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]].
}}
}}