3,271,170
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θάμβος''': -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, [[τέθηπα]])· - [[ἔκπληξις]], ἰσχυρὸς [[θαυμασμός]], Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. [[τάφος]] (ὃ ἴδε), [[θάμβος]] δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· [[θάμβος]] δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, [[πρᾶγμα]] θαυμάσιον, [[θαῦμα]], ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655. | |lstext='''θάμβος''': -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, [[τέθηπα]])· - [[ἔκπληξις]], ἰσχυρὸς [[θαυμασμός]], Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. [[τάφος]] (ὃ ἴδε), [[θάμβος]] δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· [[θάμβος]] δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, [[πρᾶγμα]] θαυμάσιον, [[θαῦμα]], ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné. | |||
}} | }} |