Anonymous

ἦνις: Difference between revisions

From LSJ
114 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἦνῐς''': ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ αἰτ. ἑνικ. καὶ πληθ.˙ γεν. ἤνιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174 ([[ἔνος]]): - ἑνὸς ἔτους ἡλικίας, [[βοῦς]]... ἤνῑς ἠκέστας Ἰλ. Ζ. 94, 275, 309·. βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην [[ἔνθα]] τὸ ι [[ὡσαύτως]] μηκύνεται Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 53.
|lstext='''ἦνῐς''': ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ αἰτ. ἑνικ. καὶ πληθ.˙ γεν. ἤνιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174 ([[ἔνος]]): - ἑνὸς ἔτους ἡλικίας, [[βοῦς]]... ἤνῑς ἠκέστας Ἰλ. Ζ. 94, 275, 309·. βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην [[ἔνθα]] τὸ ι [[ὡσαύτως]] μηκύνεται Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 53.
}}
{{bailly
|btext=ιος;<br /><i>adj. f.</i><br />âgée d’une année.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνος]].
}}
}}