Anonymous

εὐτρεπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτρεπής''': -ές, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος˙ [[καθόλου]], ἕτοιμος, παρεσκευασμένος συχνὸν παρ’ Εὐρ.˙ εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440˙ εὐτρ. παρεῖναι [[αὐτόθι]] 844, κ. ἀλλ.˙ [[οὕτως]], εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2˙ [[δεῖπνον]] εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12˙ εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2˙ συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17˙ εὐτρ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.
|lstext='''εὐτρεπής''': -ές, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος˙ [[καθόλου]], ἕτοιμος, παρεσκευασμένος συχνὸν παρ’ Εὐρ.˙ εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440˙ εὐτρ. παρεῖναι [[αὐτόθι]] 844, κ. ἀλλ.˙ [[οὕτως]], εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2˙ [[δεῖπνον]] εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12˙ εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2˙ συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17˙ εὐτρ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}