3,270,803
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠχέτης''': -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], ἀχέτᾰ ([[ἠχέω]])· - καθαρῶς ἠχῶν, [[εὔηχος]], [[ὀξύφωνος]], Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· [[δόναξ]] [[ἀχέτας]] Αἰσχύλ. Πρ. 575· [[κύκνος]] Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα [[τέττιξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. [[αὐτόθι]] 213· καὶ ἀπολ., [[ἀχέτας]], ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην [[τέττιξ]], Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν. | |lstext='''ἠχέτης''': -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], ἀχέτᾰ ([[ἠχέω]])· - καθαρῶς ἠχῶν, [[εὔηχος]], [[ὀξύφωνος]], Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· [[δόναξ]] [[ἀχέτας]] Αἰσχύλ. Πρ. 575· [[κύκνος]] Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα [[τέττιξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. [[αὐτόθι]] 213· καὶ ἀπολ., [[ἀχέτας]], ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην [[τέττιξ]], Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sonore ; <i>abs.</i> ὁ [[ἀχέτας]] <i>dor.</i> « l’insecte sonore », la cigale.<br />'''Étymologie:''' [[ἠχέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκανθίας]], [[βάβαξ]], [[λακέτας]], [[τέττιξ]]. | |||
}} | }} |