3,274,916
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠώς''': ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Ἐπ. [[ἠῶθι]], δοτ. ἠοῖ, αἰτ. ἠῶ, [[ὡσαύτως]] ἠοῦν, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 473Α, Ἀνθ. Π. 7. 472· [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει ἐν τοῖς ἀσυναιρέτ. τύποις, πλὴν ἐν Πινδ. Ν. 6. 88 (Ἀόος· τὰ χ/φα ἀοῦς)· - Ἀττικ. ἕως, γεν. ἕω, αἰτιατ. ἕω, ὡς τὸ [[λεώς]]· - Δωρ. ἀώς· - Αἰολ. ἄυος (ἀλλ. ἄϝως), οὐχὶ [[αὔως]]. (Ἐκ τῆς √ΑϜ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἀώς, αὐώς, Λακων. ἀβώρ, αὔριον, ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυρος (πρβλ. Ε. Μ. 14. 38, [[αὔρα]] δὲ ἡ [[ἡμέρα]]) πρβλ. Σανσκρ. ush (mane), ushas (splendens), ushâsâ (aurora), Λατ. aurora ([[ἴσως]] ἀντὶ ausosa), Ἀρχ. Νορβηγ. austr (Ἀγγλ. east, [[ἀνατολή]]), Ἀρχ. Γερμ. ôstan, Λιθ. auszra (aurora).) Τὸ «γλυκοχάραγμα», ἡ «[[αὐγή]]», τὰ «χαράγματα», [[ἦμος]] δ᾿ [[ἠριγένεια]] φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] Ἠὼς Ὁμ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπ., Ἡροδ., κλπ. (ἴδε ἐν λ. [[διαφαίνω]], [[ἐπιλάμπω]], [[ὑποφαίνω]])· τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅσον τ᾿ ἐπικίδναται ἠὼς Ἰλ. Η. 451, κτλ.· - ἰδίως ἡ [[πρωία]] ὡς χρονικὸν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, ἀντίθ. [[μέσον]] [[ἦμαρ]] καὶ [[δείλη]] Ἰλ. Φ. 111, κλ.· γεν. ἠοῦς, κατὰ τὴν πρωίαν, ἐνωρίς, Θ. 470, 525· αἰτ. ἠῶ, τὴν πρωίαν, Ὀδ. Β. 434· στάντα πρὸς πρώτην ἕω Σοφ. Ο. Κ. 477· - ἐξ ἠοῦς [[μέχρι]] δείλης ὀψίης Ἡρόδ. 7. 167· ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Ἡδύλος καὶ Ἀνθ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· - ἅμα ἠοῖ, [[μετὰ]] τῆς αὐγῆς, κατὰ τὴν αὐγήν, Ἡρόδ. 7. 219· Ἀττ. ἅμ᾿ ἕῳ ἢ ἅμα τῇ ἕῳ, Θουκ. 2. 90., 4. 72 - πρὸς τῆς ἕω ὁ αὐτ. 4. 31· Ἐπ. [[ἠῶθι]] πρὸ Ἰλ. Λ. 50, Ὀδ. Ε. 469, Ζ. 36· - ἐπὶ τὴν ἕω Θουκ. 2. 84· - εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω Ξεν. Ἀν. 1. 7, 1· ἐς ἀῶ, [[αὔριον]], Θεόκρ. 18. 14. 2) [[ἐπειδὴ]] δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπελόγιζον τὰς ἡμέρας κατὰ πρωίας, ὡς τἀνάπαλιν οἱ ἀρχαῖοι Γερμανοὶ καὶ Σκανδιναυοὶ κατὰ νύκτας, ἡ [[λέξις]] ἠὼς [[συχνάκις]] ἐσήμαινεν ἡμέραν, Ἰλ. Α. 493, Ν. 794, Ω. 31, 413, 781, Ὀδ. Τ. 192· ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε… Ἰλ. Φ. 80· [[ἐντεῦθεν]], κατήϊεν ἐς δύσιν ἠὼς Μουσαῖ. 109· μεσάτη ἠὼς Ὀρφ. Ἀργ. 652· ἂν καὶ παρ᾿ Ὁμήρῳ [[οὐδέποτε]] ἔλαβεν ἐντελῶς τὴν σημασίαν τοῦ [[ἦμαρ]]· - μεταφ. ἀντὶ τοῦ ζωή, Κόϊντ. Σμ. 10. 431· φῶς λίπες ἠοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 6258. 3) [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἀνατολή]], Ὅμ. (ἴδε ἐν λ. [[ἥλιος]])· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Ἡρόδ. 2. 8· τὰ πρὸς τὴν ἠῶ αὐτ.· τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ὁ αὐτ. 4. 40, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, πρὸς ἀνατολὰς τοῦ…, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 49, Πλούτ. ἐν Λουκούλλ. 27. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Ἠώς, Aurora, ἡ θεὰ τῆς πρωίας ἢ αὐγῆς, ἥτις ἐξεγείρεται ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἐκ τῆς κλίνης τοῦ συζύγου αὐτῆς Τιθωνοῦ, Ἰλ. Λ. 1, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 158· - κατὰ τὸν Ἡσ. Θ. 372, εἶνε [[θυγάτηρ]] τοῦ Ὑπερίονος καὶ τῆς Θείας, [[μήτηρ]] δὲ τοῦ Ζεφύρου, Νότου καὶ Βορέου, [[αὐτόθι]] 377. | |lstext='''ἠώς''': ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Ἐπ. [[ἠῶθι]], δοτ. ἠοῖ, αἰτ. ἠῶ, [[ὡσαύτως]] ἠοῦν, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 473Α, Ἀνθ. Π. 7. 472· [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει ἐν τοῖς ἀσυναιρέτ. τύποις, πλὴν ἐν Πινδ. Ν. 6. 88 (Ἀόος· τὰ χ/φα ἀοῦς)· - Ἀττικ. ἕως, γεν. ἕω, αἰτιατ. ἕω, ὡς τὸ [[λεώς]]· - Δωρ. ἀώς· - Αἰολ. ἄυος (ἀλλ. ἄϝως), οὐχὶ [[αὔως]]. (Ἐκ τῆς √ΑϜ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἀώς, αὐώς, Λακων. ἀβώρ, αὔριον, ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυρος (πρβλ. Ε. Μ. 14. 38, [[αὔρα]] δὲ ἡ [[ἡμέρα]]) πρβλ. Σανσκρ. ush (mane), ushas (splendens), ushâsâ (aurora), Λατ. aurora ([[ἴσως]] ἀντὶ ausosa), Ἀρχ. Νορβηγ. austr (Ἀγγλ. east, [[ἀνατολή]]), Ἀρχ. Γερμ. ôstan, Λιθ. auszra (aurora).) Τὸ «γλυκοχάραγμα», ἡ «[[αὐγή]]», τὰ «χαράγματα», [[ἦμος]] δ᾿ [[ἠριγένεια]] φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] Ἠὼς Ὁμ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπ., Ἡροδ., κλπ. (ἴδε ἐν λ. [[διαφαίνω]], [[ἐπιλάμπω]], [[ὑποφαίνω]])· τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅσον τ᾿ ἐπικίδναται ἠὼς Ἰλ. Η. 451, κτλ.· - ἰδίως ἡ [[πρωία]] ὡς χρονικὸν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, ἀντίθ. [[μέσον]] [[ἦμαρ]] καὶ [[δείλη]] Ἰλ. Φ. 111, κλ.· γεν. ἠοῦς, κατὰ τὴν πρωίαν, ἐνωρίς, Θ. 470, 525· αἰτ. ἠῶ, τὴν πρωίαν, Ὀδ. Β. 434· στάντα πρὸς πρώτην ἕω Σοφ. Ο. Κ. 477· - ἐξ ἠοῦς [[μέχρι]] δείλης ὀψίης Ἡρόδ. 7. 167· ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Ἡδύλος καὶ Ἀνθ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· - ἅμα ἠοῖ, [[μετὰ]] τῆς αὐγῆς, κατὰ τὴν αὐγήν, Ἡρόδ. 7. 219· Ἀττ. ἅμ᾿ ἕῳ ἢ ἅμα τῇ ἕῳ, Θουκ. 2. 90., 4. 72 - πρὸς τῆς ἕω ὁ αὐτ. 4. 31· Ἐπ. [[ἠῶθι]] πρὸ Ἰλ. Λ. 50, Ὀδ. Ε. 469, Ζ. 36· - ἐπὶ τὴν ἕω Θουκ. 2. 84· - εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω Ξεν. Ἀν. 1. 7, 1· ἐς ἀῶ, [[αὔριον]], Θεόκρ. 18. 14. 2) [[ἐπειδὴ]] δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπελόγιζον τὰς ἡμέρας κατὰ πρωίας, ὡς τἀνάπαλιν οἱ ἀρχαῖοι Γερμανοὶ καὶ Σκανδιναυοὶ κατὰ νύκτας, ἡ [[λέξις]] ἠὼς [[συχνάκις]] ἐσήμαινεν ἡμέραν, Ἰλ. Α. 493, Ν. 794, Ω. 31, 413, 781, Ὀδ. Τ. 192· ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε… Ἰλ. Φ. 80· [[ἐντεῦθεν]], κατήϊεν ἐς δύσιν ἠὼς Μουσαῖ. 109· μεσάτη ἠὼς Ὀρφ. Ἀργ. 652· ἂν καὶ παρ᾿ Ὁμήρῳ [[οὐδέποτε]] ἔλαβεν ἐντελῶς τὴν σημασίαν τοῦ [[ἦμαρ]]· - μεταφ. ἀντὶ τοῦ ζωή, Κόϊντ. Σμ. 10. 431· φῶς λίπες ἠοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 6258. 3) [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἀνατολή]], Ὅμ. (ἴδε ἐν λ. [[ἥλιος]])· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Ἡρόδ. 2. 8· τὰ πρὸς τὴν ἠῶ αὐτ.· τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ὁ αὐτ. 4. 40, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, πρὸς ἀνατολὰς τοῦ…, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 49, Πλούτ. ἐν Λουκούλλ. 27. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Ἠώς, Aurora, ἡ θεὰ τῆς πρωίας ἢ αὐγῆς, ἥτις ἐξεγείρεται ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἐκ τῆς κλίνης τοῦ συζύγου αὐτῆς Τιθωνοῦ, Ἰλ. Λ. 1, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 158· - κατὰ τὸν Ἡσ. Θ. 372, εἶνε [[θυγάτηρ]] τοῦ Ὑπερίονος καὶ τῆς Θείας, [[μήτηρ]] δὲ τοῦ Ζεφύρου, Νότου καὶ Βορέου, [[αὐτόθι]] 377. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ἠοῦς (ἡ) ; <i>dat.</i> [[ἠοῖ]], <i>acc.</i> [[ἠῶ]];<br /><b>I.</b> l’aurore :<br /><b>1</b> le point du jour, le matin ; [[ἅμα]] [[ἠοῖ]] HDT, [[ἅμα]] [[τῇ]] [[ἠοῖ]] PLAT au point du jour ; ἠοῦς IL dès le matin ; <i>acc.</i> [[ἠῶ]] OD à l’aurore;<br /><b>2</b> la durée d’un jour;<br /><b>3</b> la lumière du jour <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> l’orient.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀϜώς, *ἀυώς, de la R. Ὑς, brûler, briller ; v. [[ἥλιος]]. | |||
}} | }} |