Anonymous

θεοβλαβέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοβλᾰβέω''': [[ἁμαρτάνω]] εἰς τοὺς θεούς, ἀσεβῶ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 831. 2) εἶμαι [[θεοβλαβής]], εἶμαι βεβλαμμένος τὰς φρένας ὑπὸ θεοῦ, Θεμίστ. 56C.
|lstext='''θεοβλᾰβέω''': [[ἁμαρτάνω]] εἰς τοὺς θεούς, ἀσεβῶ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 831. 2) εἶμαι [[θεοβλαβής]], εἶμαι βεβλαμμένος τὰς φρένας ὑπὸ θεοῦ, Θεμίστ. 56C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />offense les dieux, se révolter contre les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεοβλαβής]].
}}
}}