3,273,762
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θέμις''': ἡ, ἀρχ. Ἐπ. γεν. θέμιστος (παρ’ Ὁμ. ὁ [[μόνος]] [[τύπος]], πρβλ. Ἀρχίλ. 79)· αἰτ. [[θέμιστα]] Ἰλ. Ε. 761, ἀλλὰ θέμιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, κτλ.· γεν. πληθ. [[θεμιστέων]] Ἡσ. Θ. 235· - οὕτω τὸ κύρ. [[ὄνομα]] Θέμις κλίνεται παρ’ Ὁμ. Θέμιστος, Θέμιστα, ἀλλὰ Θέμιτος Πίνδ. Ο. 13. 11, Βακχυλ. 14. 55, Θέμιδος Αἰσχύλ. Πρ. 18, κτλ., Θέμιος Ἡρόδ. 2. 50, Θέμιν Ἡσ. Θ. 16, κτλ.· κλητ. Θέμι Ἰλ. Ο. 93, Εὐρ. Μηδ. 160. - Ἐν ταῖς Ἀττ. ἐπιγρ. Θέμιδος, Θέμιδι, Θέμιν Meisterh. Gr. σ. 129. - (Ἐκ √ΘΕ, [[τίθημι]], πρβλ. Σανσκρ. dhà-man (sedew, lex, mos), Γοτθ. dôm-s, Ἀρχ. Σκανδιναυ. dom-r, Ἀγγλο-Σαξον. dôm (doom), Ἀρχ. Γερμ. tuom): ὡς τὸ [[θεσμός]], τὸ τεθειμένον ἢ ὡρισμένον, [[νόμος]] (οὐχὶ ὡς τεθειμένος ἐξ ἀποφάσεως, ἀλλὰ) ὡς ἰσχύων κατ’ [[ἔθος]], Λατ. jus ἢ fas, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ lex, συχνὸν παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει [[θέμις]] ἐστί, εἶνε ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Λατ. fas est, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., οὔ μι [[θέμις]] ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Ὀδ. Ξ. 56, πρβλ. Κ. 73, Ἰλ. Ξ. 386· ἅτε ξείνοις [[θέμις]] ἐστὶ παραθεῖναι Λ. 779· ὃ οἱ [[Διόθεν]] θ. ἦεν ἐκτελέσαι Ἡσ. Ἀσπ. ἩΡ. 22· καὶ [[ἄνευ]] δοτ. Ἰλ. Π. 796, Ψ. 44· ἡ γὰρ [[θέμις]], [[διότι]] τοῦτο [[εἶναι]] ὀρθόν, Ὀδ. Ω. 286· ἀκολούθως [[συχνάκις]] ἣ [[θέμις]] ἐστί, [[ὅπερ]] εἶνε δίκαιον, εἶνε [[συνήθεια]]. Ἰλ. Β. 73, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 139· [[ἐνίοτε]] ἑπομένης δοτ., ἣ [[θέμις]] ἐστίν,... ἀγορῇ Ἰλ. Ι. 33, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136· ἢ γενικῆς, ἣ [[θέμις]] ἀνθρώπων πέλει, [[ὅπερ]] εἶνε [[συνήθεια]] (μεταξὺ) τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 134, πρβλ. 276, Τ. 177· ἣ [[θέμις]] ἐστὶ γυναικός, [[ὅπως]] συνηθίζουσιν αἱ γυναῖκες, Ὀδ. Ξ. 130· ([[ἄλλοτε]] ἡ [[φράσις]] αὕτη ἐγράφετο κοινῶς· ᾗ [[θέμις]] ἐστί, ἀλλ’ ἤδη πάντες ἀποδέχονται τὸν τύπον ἥ θ. ἐ., ὅρα Spitzner. Excurs. II. εἰς τὴν Ἰλ.): - οὕτω παρ’ Ἀττ., ὅσα τείνει πρὸς θέμιν Πλάτ. Συμπ. 188D, κτλ.· ἀλλ’ [[ἐνταῦθα]] τὸ προσηγορικὸν [[εἶναι]] ἐν χρήσει συνήθ. ἐν τῇ φράσει [[θέμις]] ἐστί, Λατ. fas est, μετ’ ἀπαρ., ὅ τι δυνατὸν καὶ [[θέμις]] αἰνεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 98, πρβλ. 216, Σοφ. Ἀντ. 880, Εὐρ. Μηδ. 678, Πλάτ., κλπ. - [[ὡσαύτως]] καὶ ὡς ἄκλιτ., [[διότι]] ὁ [[τύπος]] [[θέμις]] κεῖται ὡς αἰτιατ., πότερα κατ’ ἔχθραν ἢ τὸ μὴ [[θέμις]] λέγεις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 335˙ [[ὥστε]] μὴ … [[θέμις]] σέ γ’ [[εἶναι]] κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς Σοφ. Ο. Κ. 1191˙ φασὶ [[θέμις]] [[εἶναι]] Πλάτ. Γοργ. 505C, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 11, 11˙ [[οὔτε]] λαλῆσαι [[θέμις]] [[οὔτε]] χρέμψασθαι Στράβ. 712, Αἰλ. π. Ζ. 1. 60˙ ἴδε Herm. Αἰσχύλ. Ἀγ. 216, Dind. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) παρ’ Ἀττ. καὶ = [[δίκη]], δίκαιον, [[νόμος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, Σοφ. Τρ. 810˙ - [[ποινή]], [[τιμωρία]], τίνειν ὁμοίαν θ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 436. ΙΙ. πληθ. θέμιστες, αἱ τῶν θεῶν ἀποφάσεις, χρησμοί, Διὸς θέμιστες, ὡς ἑρμηνεύονται διὰ τῶν χρησμῶν, Ὀδ. Π. 403˙ θέμισσιν, διὰ χρησμῶν, Πίνδ. Π. 4. 96, πρβλ. Ο. 10 (11). 29˙ λέγοντες..., ὡς οὐ [[θέμις]] γίγνοιτ’ ἄν, τὸ [[θέλημα]], ἡ [[θέλησις]] τῶν θεῶν, Σοφ. Φ. 436˙ πρβλ. [[θεμιστός]]. 2) δίκαια, δικαιώματα, ἰδίως τοῦ ἄρχοντος ὡς δικαστοῦ, τὰ προνόμια, σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστες Ἰλ. Β. 206, πρβλ. Ι. 99˙ [[ἐντεῦθεν]] οἱ φόροι οἱ πληρωνόμενοι εἰς τὸν βασιλέα ἢ τὸν δεσπότην, κύριον, λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Ι. 156, 298. 3) οἱ ὑφιστάμενοι νόμοι, αἱ διατάξεις, δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς [[εἰρύαται]], οἵτινες τηροῦσι τοὺς νόμους (τὸ δίκαιον), Ἰλ. Α. 238, πρβλ. Ἡσ. Θ. 235˙ τοῖσιν δ’ (δηλ. τοῖς Κύκλωψι) οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι [[οὔτε]] θέμιστες Ὀδ. Ι. 112˙ [[οὔτε]] δίκας εὖ εἰδότα [[οὔτε]] θέμιστας, [[οὔτε]] δίκαια, [[οὔτε]] νόμους, [[αὐτόθι]] 215˙ οὕτω καθ’ ἑνικ., ὃς οὔ τινα οἶδε [[θέμιστα]] Ἰλ. Ε. 761˙ ἵνα σφ’ [[ἀγορή]] τε [[θέμις]] τε Λ. 807. 4) ἀξιώσεις, ἀπαιτήσεις, περὶ ὧν ἀποφασίζουσιν οἱ βασιλεῖς ἢ δικασταί, οἳ... σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας Ἰλ. Π. 387˙ σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 219˙ διακρίνοντα θ. ἰθείῃσι δίκῃσιν ὁ αὐτ. ἐν Θ. 85. ΙΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Θέμις, θεὰ τοῦ νόμου καὶ τῆς τάξεως, προστάτις τῶν ἐν ἰσχύϊ δικαίων, [[τέλος]] αὐτὴ ἡ [[δικαιοσύνη]] προσωποπ. Ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μνημονεύει τὴν θεὰν μόνον [[τρίς]], παρίσταται ὡς κήρυξ τοῦ [[Διός]], καλοῦσα τοὺς θεοὺς εἰς συνεδρίαν, Ἰλ. Υ. 4˙ συγκαλεῖ δὲ καὶ διαλύει τὰς ἀγορὰς τοῦ λαοῦ, Ὀδ. Β. 68˙ προεδρεύει δὲ καὶ τηρεῖ τάξιν ἐν τοῖς συμποσίοις τῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 87 κἑξ. Ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 16 ἀναφέρει αὐτὴν [[μετὰ]] τῶν μεγάλων θεῶν, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 50˙ ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 135 παριστᾶ αὐτὴν ὡς θυγατέρα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας˙ ἐν ᾧ παρ’ Αἰσχύλ. εἶνε μία τῶν ἀρχαιοτέρων θεοτήτων τῶν πρὸ τῆς βασιλείας τοῦ [[Διός]], ἄλλως καλουμένη Γαῖα, πρβλ. Προμ. 18, 109, 874˙ ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Welcker, Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 40. | |lstext='''θέμις''': ἡ, ἀρχ. Ἐπ. γεν. θέμιστος (παρ’ Ὁμ. ὁ [[μόνος]] [[τύπος]], πρβλ. Ἀρχίλ. 79)· αἰτ. [[θέμιστα]] Ἰλ. Ε. 761, ἀλλὰ θέμιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, κτλ.· γεν. πληθ. [[θεμιστέων]] Ἡσ. Θ. 235· - οὕτω τὸ κύρ. [[ὄνομα]] Θέμις κλίνεται παρ’ Ὁμ. Θέμιστος, Θέμιστα, ἀλλὰ Θέμιτος Πίνδ. Ο. 13. 11, Βακχυλ. 14. 55, Θέμιδος Αἰσχύλ. Πρ. 18, κτλ., Θέμιος Ἡρόδ. 2. 50, Θέμιν Ἡσ. Θ. 16, κτλ.· κλητ. Θέμι Ἰλ. Ο. 93, Εὐρ. Μηδ. 160. - Ἐν ταῖς Ἀττ. ἐπιγρ. Θέμιδος, Θέμιδι, Θέμιν Meisterh. Gr. σ. 129. - (Ἐκ √ΘΕ, [[τίθημι]], πρβλ. Σανσκρ. dhà-man (sedew, lex, mos), Γοτθ. dôm-s, Ἀρχ. Σκανδιναυ. dom-r, Ἀγγλο-Σαξον. dôm (doom), Ἀρχ. Γερμ. tuom): ὡς τὸ [[θεσμός]], τὸ τεθειμένον ἢ ὡρισμένον, [[νόμος]] (οὐχὶ ὡς τεθειμένος ἐξ ἀποφάσεως, ἀλλὰ) ὡς ἰσχύων κατ’ [[ἔθος]], Λατ. jus ἢ fas, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ lex, συχνὸν παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει [[θέμις]] ἐστί, εἶνε ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Λατ. fas est, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., οὔ μι [[θέμις]] ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Ὀδ. Ξ. 56, πρβλ. Κ. 73, Ἰλ. Ξ. 386· ἅτε ξείνοις [[θέμις]] ἐστὶ παραθεῖναι Λ. 779· ὃ οἱ [[Διόθεν]] θ. ἦεν ἐκτελέσαι Ἡσ. Ἀσπ. ἩΡ. 22· καὶ [[ἄνευ]] δοτ. Ἰλ. Π. 796, Ψ. 44· ἡ γὰρ [[θέμις]], [[διότι]] τοῦτο [[εἶναι]] ὀρθόν, Ὀδ. Ω. 286· ἀκολούθως [[συχνάκις]] ἣ [[θέμις]] ἐστί, [[ὅπερ]] εἶνε δίκαιον, εἶνε [[συνήθεια]]. Ἰλ. Β. 73, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 139· [[ἐνίοτε]] ἑπομένης δοτ., ἣ [[θέμις]] ἐστίν,... ἀγορῇ Ἰλ. Ι. 33, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136· ἢ γενικῆς, ἣ [[θέμις]] ἀνθρώπων πέλει, [[ὅπερ]] εἶνε [[συνήθεια]] (μεταξὺ) τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 134, πρβλ. 276, Τ. 177· ἣ [[θέμις]] ἐστὶ γυναικός, [[ὅπως]] συνηθίζουσιν αἱ γυναῖκες, Ὀδ. Ξ. 130· ([[ἄλλοτε]] ἡ [[φράσις]] αὕτη ἐγράφετο κοινῶς· ᾗ [[θέμις]] ἐστί, ἀλλ’ ἤδη πάντες ἀποδέχονται τὸν τύπον ἥ θ. ἐ., ὅρα Spitzner. Excurs. II. εἰς τὴν Ἰλ.): - οὕτω παρ’ Ἀττ., ὅσα τείνει πρὸς θέμιν Πλάτ. Συμπ. 188D, κτλ.· ἀλλ’ [[ἐνταῦθα]] τὸ προσηγορικὸν [[εἶναι]] ἐν χρήσει συνήθ. ἐν τῇ φράσει [[θέμις]] ἐστί, Λατ. fas est, μετ’ ἀπαρ., ὅ τι δυνατὸν καὶ [[θέμις]] αἰνεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 98, πρβλ. 216, Σοφ. Ἀντ. 880, Εὐρ. Μηδ. 678, Πλάτ., κλπ. - [[ὡσαύτως]] καὶ ὡς ἄκλιτ., [[διότι]] ὁ [[τύπος]] [[θέμις]] κεῖται ὡς αἰτιατ., πότερα κατ’ ἔχθραν ἢ τὸ μὴ [[θέμις]] λέγεις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 335˙ [[ὥστε]] μὴ … [[θέμις]] σέ γ’ [[εἶναι]] κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς Σοφ. Ο. Κ. 1191˙ φασὶ [[θέμις]] [[εἶναι]] Πλάτ. Γοργ. 505C, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 11, 11˙ [[οὔτε]] λαλῆσαι [[θέμις]] [[οὔτε]] χρέμψασθαι Στράβ. 712, Αἰλ. π. Ζ. 1. 60˙ ἴδε Herm. Αἰσχύλ. Ἀγ. 216, Dind. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) παρ’ Ἀττ. καὶ = [[δίκη]], δίκαιον, [[νόμος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, Σοφ. Τρ. 810˙ - [[ποινή]], [[τιμωρία]], τίνειν ὁμοίαν θ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 436. ΙΙ. πληθ. θέμιστες, αἱ τῶν θεῶν ἀποφάσεις, χρησμοί, Διὸς θέμιστες, ὡς ἑρμηνεύονται διὰ τῶν χρησμῶν, Ὀδ. Π. 403˙ θέμισσιν, διὰ χρησμῶν, Πίνδ. Π. 4. 96, πρβλ. Ο. 10 (11). 29˙ λέγοντες..., ὡς οὐ [[θέμις]] γίγνοιτ’ ἄν, τὸ [[θέλημα]], ἡ [[θέλησις]] τῶν θεῶν, Σοφ. Φ. 436˙ πρβλ. [[θεμιστός]]. 2) δίκαια, δικαιώματα, ἰδίως τοῦ ἄρχοντος ὡς δικαστοῦ, τὰ προνόμια, σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστες Ἰλ. Β. 206, πρβλ. Ι. 99˙ [[ἐντεῦθεν]] οἱ φόροι οἱ πληρωνόμενοι εἰς τὸν βασιλέα ἢ τὸν δεσπότην, κύριον, λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Ι. 156, 298. 3) οἱ ὑφιστάμενοι νόμοι, αἱ διατάξεις, δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς [[εἰρύαται]], οἵτινες τηροῦσι τοὺς νόμους (τὸ δίκαιον), Ἰλ. Α. 238, πρβλ. Ἡσ. Θ. 235˙ τοῖσιν δ’ (δηλ. τοῖς Κύκλωψι) οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι [[οὔτε]] θέμιστες Ὀδ. Ι. 112˙ [[οὔτε]] δίκας εὖ εἰδότα [[οὔτε]] θέμιστας, [[οὔτε]] δίκαια, [[οὔτε]] νόμους, [[αὐτόθι]] 215˙ οὕτω καθ’ ἑνικ., ὃς οὔ τινα οἶδε [[θέμιστα]] Ἰλ. Ε. 761˙ ἵνα σφ’ [[ἀγορή]] τε [[θέμις]] τε Λ. 807. 4) ἀξιώσεις, ἀπαιτήσεις, περὶ ὧν ἀποφασίζουσιν οἱ βασιλεῖς ἢ δικασταί, οἳ... σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας Ἰλ. Π. 387˙ σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 219˙ διακρίνοντα θ. ἰθείῃσι δίκῃσιν ὁ αὐτ. ἐν Θ. 85. ΙΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Θέμις, θεὰ τοῦ νόμου καὶ τῆς τάξεως, προστάτις τῶν ἐν ἰσχύϊ δικαίων, [[τέλος]] αὐτὴ ἡ [[δικαιοσύνη]] προσωποπ. Ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μνημονεύει τὴν θεὰν μόνον [[τρίς]], παρίσταται ὡς κήρυξ τοῦ [[Διός]], καλοῦσα τοὺς θεοὺς εἰς συνεδρίαν, Ἰλ. Υ. 4˙ συγκαλεῖ δὲ καὶ διαλύει τὰς ἀγορὰς τοῦ λαοῦ, Ὀδ. Β. 68˙ προεδρεύει δὲ καὶ τηρεῖ τάξιν ἐν τοῖς συμποσίοις τῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 87 κἑξ. Ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 16 ἀναφέρει αὐτὴν [[μετὰ]] τῶν μεγάλων θεῶν, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 50˙ ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 135 παριστᾶ αὐτὴν ὡς θυγατέρα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας˙ ἐν ᾧ παρ’ Αἰσχύλ. εἶνε μία τῶν ἀρχαιοτέρων θεοτήτων τῶν πρὸ τῆς βασιλείας τοῦ [[Διός]], ἄλλως καλουμένη Γαῖα, πρβλ. Προμ. 18, 109, 874˙ ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Welcker, Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ἡ) <i>primit. neutre et invar;<br />gén.</i> θέμιστος, <i>dat. inus. ; acc.</i> θέμιν, <i>épq.</i> θέμιστα;<br /><i>pl. nom.</i> θέμιστες, <i>gén.</i> θεμίστων, <i>dat. poét.</i> θέμισσι, <i>acc.</i> θέμιστας;<br /><i>propr.</i> ce qui est établi comme la règle :<br /><b>I.</b> <i>au sg. et invariable</i>;<br /><b>1</b> loi divine <i>ou</i> morale ; loi, droit, justice : [[θέμις]] [[ἐστί]] il est permis par le destin <i>ou</i> par les dieux, <i>avec un dat. de <i>pers.</i> et un</i> inf. ; οὔ μοι [[θέμις]] [[ἐστί]] avec l’inf. OD il ne m’est pas permis par le destin de ; [[εἰ]] [[θέμις]] δ’ SOPH et si je puis le faire sans impiété ; [[ὡς]] [[οὐ]] [[θέμις]] γίγνοιτο SOPH qu’il n’était pas permis par le destin (ou par les dieux) ; φασὶ [[θέμις]] [[εἶναι]] PLAT ils disent que cela est permis ; [[ὥστε]] μὴ [[θέμις]] [[σέ]] γ’ [[εἶναι]] κεῖνον ἀντιδρᾶν [[κακῶς]] SOPH de sorte qu’il n’est pas permis par les dieux qu’en retour tu lui fasses du mal;<br /><b>2</b> règle, coutume : ἣ [[θέμις]] [[ἐστί]] (non ᾖ [[θέμις]]) IL comme c’est le droit <i>ou</i> la coutume ; <i>avec un rég.</i> ἣ [[θέμις]] ἐστὶ γυναικός OD comme c’est la coutume d’une femme ; ἣ [[θέμις]] ἐστ’ ἀγορῇ IL comme c’est chose permise dans une assemblée;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> volonté des dieux ; <i>en gén.</i> droit, loi établie;<br /><b>4</b> pénalité, peine, châtiment;<br /><b>II.</b> <i>au plur. et fém.</i> [[αἱ]] θέμιστες :<br /><b>1</b> décrets des dieux, volontés des dieux ; oracles;<br /><b>2</b> droits, prérogatives d’un chef ; redevances dues à un roi, impôts, tributs;<br /><b>3</b> lois, arrêts;<br /><b>4</b> procès.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |