Anonymous

θηγάνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηγάνη''': ἡ, [[ἀκόνη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.
|lstext='''θηγάνη''': ἡ, [[ἀκόνη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pierre à aiguiser;<br /><b>2</b> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]].
}}
}}