3,270,824
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηγάνη''': ἡ, [[ἀκόνη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό. | |lstext='''θηγάνη''': ἡ, [[ἀκόνη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pierre à aiguiser;<br /><b>2</b> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | |||
}} | }} |