Anonymous

θεοσεβής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοσεβής''': -ές, σεβόμενος τὸν θεόν, [[εὐσεβής]], [[θρῆσκος]], Ἡρόδ. 1. 86., 2. 37· τὰς Ἀθήνας φασὶ θεοσεβεστάτας [[εἶναι]] Σοφ. Ο. Κ. 260· [[ὅταν]] ἐξ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ θεοσεβοῦς ἀσεβὴς γένηται Πλάτ. Κρατ. 394D, κ. ἀλλ.· θ. [[μέλος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 897· τὰ θεοσεβῆ = [[θεοσέβεια]], Πλάτ. Ἐπιν. 977Ε.-Ἐπίρρ. -βῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58.
|lstext='''θεοσεβής''': -ές, σεβόμενος τὸν θεόν, [[εὐσεβής]], [[θρῆσκος]], Ἡρόδ. 1. 86., 2. 37· τὰς Ἀθήνας φασὶ θεοσεβεστάτας [[εἶναι]] Σοφ. Ο. Κ. 260· [[ὅταν]] ἐξ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ θεοσεβοῦς ἀσεβὴς γένηται Πλάτ. Κρατ. 394D, κ. ἀλλ.· θ. [[μέλος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 897· τὰ θεοσεβῆ = [[θεοσέβεια]], Πλάτ. Ἐπιν. 977Ε.-Ἐπίρρ. -βῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui honore la divinité, religieux ; τὸ θεοσεβές la piété;<br /><i>Sp.</i> θεοσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[σέβω]].
}}
}}