Anonymous

θηλύπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλύπους''': ὁ, ἡ, θ. βάσις, τὸ [[πάτημα]] θηλέων ποδῶν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 421.
|lstext='''θηλύπους''': ὁ, ἡ, θ. βάσις, τὸ [[πάτημα]] θηλέων ποδῶν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 421.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν, <i>gén.</i> ποδος<br />[[βάσις]] allure d’un pied de femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[πούς]].
}}
}}