Anonymous

θηροφόνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηροφόνος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, [[ἀκόνιτον]], Διοσκ. 4. 77.
|lstext='''θηροφόνος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, [[ἀκόνιτον]], Διοσκ. 4. 77.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />qui tue les bêtes sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}