Anonymous

θέραψ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέραψ''': ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[θεράπων]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 122.
|lstext='''θέραψ''': ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[θεράπων]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 122.
}}
{{bailly
|btext=απος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[θεράπων]] serviteur.<br />'''Étymologie:''' pê de [[θέρω]].
}}
}}