Anonymous

θαλασσεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλασσεύω''': εἶμαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ταξειδεύω]], [[νῆες]] τοσοῦτον χρόνον θαλασσεύουσαι Θουκ. 7. 12· [[πλέω]] διὰ θαλάσσης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 62· τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, τὰ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], Πλούτ. Λουκούλλ. 3.
|lstext='''θᾰλασσεύω''': εἶμαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ταξειδεύω]], [[νῆες]] τοσοῦτον χρόνον θαλασσεύουσαι Θουκ. 7. 12· [[πλέω]] διὰ θαλάσσης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 62· τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, τὰ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], Πλούτ. Λουκούλλ. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tenir la mer <i>en parl. de navires</i>;<br /><b>2</b> être dans la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]].
}}
}}