3,274,873
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλυγενής''': -ές, [[θῆλυς]] τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, [[γυναικεῖος]], θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· [[ὄχλος]] Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27. | |lstext='''θηλυγενής''': -ές, [[θῆλυς]] τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, [[γυναικεῖος]], θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· [[ὄχλος]] Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de femme, féminin.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |