Anonymous

θρανεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρανεύω''': [[ἐκτείνω]], τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, [[κυρίως]] ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ [[βύρσα]] σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. [[θρανύσσω]].
|lstext='''θρανεύω''': [[ἐκτείνω]], τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, [[κυρίως]] ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ [[βύρσα]] σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. [[θρανύσσω]].
}}
{{bailly
|btext=étendre sur un chevalet de tanneur;<br /><i><b>Moy.</b></i> θρανεύομαι <i>au sens Passif</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρᾶνος]].
}}
}}