Anonymous

θανάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰνάσῐμος''': νᾰ, ον, (θανεῖν, [[θάνατος]]) [[θανατηφόρος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· τύχαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1276· [[πέσημα]] Σοφ. Αἴ. 1033· [[χείρωμα]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 560· [[πέπλος]] ὁ αὐτ. Τρ. 758· φάρμακα Εὐρ. Ἴωνι 616, κτλ.· θηρία θ., ἐπὶ δηλητηριωδῶν ἑρπετῶν, Πολύβ. 1. 56, 4· - ἐπίρρ., θανασίμως [[τύπτω]], κτυπῶ θανατηφόρον [[κτύπημα]], Ἀντιφῶν 127. 32. 2) τοῦ θανάτου, ἀνήκων εἰς τὸν θάνατον, θαν. [[αἷμα]], τὸ [[αἷμα]] τοῦ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· μέλψασα θ. [[γόον]], ἀφοῦ ἔψαλε τὸ θρηνῶδες ᾆσμα τοῦ θανάτου μου, [[αὐτόθι]] 1445. II. ἐπὶ προσώπων, [[ἐγγὺς]] τοῦ θανάτου, Σοφ. Φ. 819· θ. ἤδη [[ὄντα]] Πλάτ. Πολ. 408C· ὑποκείμενος εἰς θάνατον, [[αὐτόθι]] 610E. 2) [[νεκρός]], Σοφ. Αἴ. 517, Ο. Τ. 959.
|lstext='''θᾰνάσῐμος''': νᾰ, ον, (θανεῖν, [[θάνατος]]) [[θανατηφόρος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· τύχαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1276· [[πέσημα]] Σοφ. Αἴ. 1033· [[χείρωμα]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 560· [[πέπλος]] ὁ αὐτ. Τρ. 758· φάρμακα Εὐρ. Ἴωνι 616, κτλ.· θηρία θ., ἐπὶ δηλητηριωδῶν ἑρπετῶν, Πολύβ. 1. 56, 4· - ἐπίρρ., θανασίμως [[τύπτω]], κτυπῶ θανατηφόρον [[κτύπημα]], Ἀντιφῶν 127. 32. 2) τοῦ θανάτου, ἀνήκων εἰς τὸν θάνατον, θαν. [[αἷμα]], τὸ [[αἷμα]] τοῦ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· μέλψασα θ. [[γόον]], ἀφοῦ ἔψαλε τὸ θρηνῶδες ᾆσμα τοῦ θανάτου μου, [[αὐτόθι]] 1445. II. ἐπὶ προσώπων, [[ἐγγὺς]] τοῦ θανάτου, Σοφ. Φ. 819· θ. ἤδη [[ὄντα]] Πλάτ. Πολ. 408C· ὑποκείμενος εἰς θάνατον, [[αὐτόθι]] 610E. 2) [[νεκρός]], Σοφ. Αἴ. 517, Ο. Τ. 959.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui donne la mort, mortel (accident, malheur);<br /><b>II.</b> qui concerne la mort :<br /><b>1</b> de mort ; [[θανάσιμος]] [[μόρος]] EUR, θανάσιμοι τύχαι ESCHL la mort ; [[γόος]] [[θανάσιμος]] ESCHL gémissement de mort ; de meurtre : θανάσιμον [[αἷμα]] ESCHL le sang du meurtre;<br /><b>2</b> qui est près de la mort, moribond, mourant;<br /><b>3</b> mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]].
}}
}}