Anonymous

θεράπαινα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεράπαινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[θεράπων]], [[ὑπηρέτρια]], Ἡρόδ. 3. 134, Ἀνδοκ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11, Μένανδ., κλ.
|lstext='''θεράπαινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[θεράπων]], [[ὑπηρέτρια]], Ἡρόδ. 3. 134, Ἀνδοκ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11, Μένανδ., κλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />servante, femme esclave.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[θεράπων]].
}}
}}