Anonymous

θυμβρεπίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυμβρεπίδειπνος''': -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
|lstext='''θυμβρεπίδειπνος''': -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.<br />'''Étymologie:''' [[θύμβρα]], [[ἐπίδειπνον]].
}}
}}