Anonymous

θοάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θοάζω''': (θοὸς) μεταβ., κινῶ [[ταχέως]], βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ [[ἀγών]]… θοάζων σε; τὶ [[ἔργον]] σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· [[θοάζω]] Βρομίῳ πόνον ἡδύν, [[ἐπισπεύδω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… [[σῖτα]] γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, [[θοάζω]] αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· [[κῆτος]] θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = [[θαάσσω]], [[θάσσω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[κάθημαι]], ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [[Ζεὺς]] κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. [[ὅμως]] ἀναφέρει καὶ [[ταῦτα]] τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· [[ὥστε]] τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ [[ἔρχομαι]] ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ [[κάθημαι]] ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. [[θαάσσω]], ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ [[θοάζω]], δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, [[τίθημι]], διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν.
|lstext='''θοάζω''': (θοὸς) μεταβ., κινῶ [[ταχέως]], βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ [[ἀγών]]… θοάζων σε; τὶ [[ἔργον]] σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· [[θοάζω]] Βρομίῳ πόνον ἡδύν, [[ἐπισπεύδω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… [[σῖτα]] γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, [[θοάζω]] αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· [[κῆτος]] θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = [[θαάσσω]], [[θάσσω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[κάθημαι]], ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [[Ζεὺς]] κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. [[ὅμως]] ἀναφέρει καὶ [[ταῦτα]] τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· [[ὥστε]] τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ [[ἔρχομαι]] ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ [[κάθημαι]] ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. [[θαάσσω]], ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ [[θοάζω]], δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, [[τίθημι]], διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. prés. et impf.</i><br />mouvoir avec rapidité <i>ou</i> impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]].<br /><span class="bld">2</span><i>c.</i> [[θαάσσω]], s’asseoir, être assis.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[θᾶκος]].
}}
}}