Anonymous

θρῆνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῆνος''': ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος [[θρηνῳδία]], [[θρῆνος]], [[ὀδυρμός]], ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· [[θρῆνος]] [[οὑμός]], δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον [[θέλω]] ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.
|lstext='''θρῆνος''': ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος [[θρηνῳδία]], [[θρῆνος]], [[ὀδυρμός]], ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· [[θρῆνος]] [[οὑμός]], δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον [[θέλω]] ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thrène :<br /><b>1</b> lamentation sur un mort, chant funèbre;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chant de deuil, chant plaintif ; deuil.<br />'''Étymologie:''' [[θρέω]].
}}
}}