Anonymous

ἰατρεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰᾱτρεύω''': (ἰατρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[θεραπεύω]], τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383· τινὰ ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 812, Πλάτ. νόμ. 857D, κ. ἀλλ. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἰατρικὴν θεραπείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 357C, Γοργ. 478Β κἑξ., κ. ἀλλ. 2) ἀπολ., ἐξασκῶ τὸ ἰατρικὸν [[ἐπάγγελμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834· τὶς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10. ΙΙ. μεταφ., [[θεραπεύω]], διορθώνω, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 15, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἰᾱτρεύω''': (ἰατρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[θεραπεύω]], τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383· τινὰ ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 812, Πλάτ. νόμ. 857D, κ. ἀλλ. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἰατρικὴν θεραπείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 357C, Γοργ. 478Β κἑξ., κ. ἀλλ. 2) ἀπολ., ἐξασκῶ τὸ ἰατρικὸν [[ἐπάγγελμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834· τὶς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10. ΙΙ. μεταφ., [[θεραπεύω]], διορθώνω, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 15, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=soigner, guérir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἰατρός]].
}}
}}