Anonymous

ἱερόθυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερόθῠτος''': -ον, ὁ καθιερωμένος εἰς θεόν, [[ἱερόθυτος]] [[καπνός]], ὁ ἐκ τῶν θυσιῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1265· ἱερ. [[θάνατος]], ὁ ὡς [[θυσία]] προσφερόμενος [[ὑπὲρ]] πατρίδος ἢ [[ὑπὲρ]] ἱεροῦ τίνος σκοποῦ, Πινδ. Ἀποσπ. 225· ― τὰ ἱερόθυτα, θύματα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 79, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 20.
|lstext='''ἱερόθῠτος''': -ον, ὁ καθιερωμένος εἰς θεόν, [[ἱερόθυτος]] [[καπνός]], ὁ ἐκ τῶν θυσιῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1265· ἱερ. [[θάνατος]], ὁ ὡς [[θυσία]] προσφερόμενος [[ὑπὲρ]] πατρίδος ἢ [[ὑπὲρ]] ἱεροῦ τίνος σκοποῦ, Πινδ. Ἀποσπ. 225· ― τὰ ἱερόθυτα, θύματα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 79, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> offert en sacrifice aux dieux;<br /><b>2</b> qui concerne un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[θύω]].
}}
}}