Anonymous

θεογεννής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεογεννής''': -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.
|lstext='''θεογεννής''': -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />engendré par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[γεννάω]].
}}
}}