Anonymous

θαμά: Difference between revisions

From LSJ
193 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰμά''': ἐπίρρ., [[συχνάκις]], συχνά, [[πολλάκις]], Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., [[οἷον]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[θαμάκις]], θαμειός, [[θαμινός]], [[θαμίζω]], κτλ.).
|lstext='''θᾰμά''': ἐπίρρ., [[συχνάκις]], συχνά, [[πολλάκις]], Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., [[οἷον]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[θαμάκις]], θαμειός, [[θαμινός]], [[θαμίζω]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en grand nombre;<br /><b>2</b> souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[θημών]], [[θωμός]].
}}
}}