Anonymous

ἴλλω: Difference between revisions

From LSJ
204 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴλλω''': [[περιστρέφω]], [[συστρέφω]], ἴδε [[εἴλω]]. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλαγίου, στραβοκυττάζω, ἀλλοιθωρίζω· ἡ [[σημασία]] αὕτη ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[ἰλλός]], -αίνω, κτλ.
|lstext='''ἴλλω''': [[περιστρέφω]], [[συστρέφω]], ἴδε [[εἴλω]]. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλαγίου, στραβοκυττάζω, ἀλλοιθωρίζω· ἡ [[σημασία]] αὕτη ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[ἰλλός]], -αίνω, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />rouler ; <i>Pass.</i> être mû d’un mouvement circulaire, tourner en cercle.<br />'''Étymologie:''' R. ϜελϜ, cf. [[ἑλίσσω]], <i>lat.</i> volvo.
}}
}}