Anonymous

θυμιατήριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμιᾱτήριον''': Ἰων. θυμιητ-, τό, ὡς καὶ νῦν, [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ καίουσι [[θυμίαμα]], «θυμιατόν», Ἡρόδ. 4. 162, Θουκ. 6. 46, Ἀνδοκ. 33. 3, κτλ.: - παρ’ Ἐκκλ., θῡμιᾱτήρ, ῆρος.
|lstext='''θῡμιᾱτήριον''': Ἰων. θυμιητ-, τό, ὡς καὶ νῦν, [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ καίουσι [[θυμίαμα]], «θυμιατόν», Ἡρόδ. 4. 162, Θουκ. 6. 46, Ἀνδοκ. 33. 3, κτλ.: - παρ’ Ἐκκλ., θῡμιᾱτήρ, ῆρος.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cassolette, encensoir.<br />'''Étymologie:''' [[θυμιάω]].
}}
}}