Anonymous

ἰξοεργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξοεργός''': ὁ, ὁ διὰ τοῦ ἰξοῦ συλλαμβάνων πτηνά, [[ὀρνιθοθήρας]], Ἀνθ. Π. 9. 264.
|lstext='''ἰξοεργός''': ὁ, ὁ διὰ τοῦ ἰξοῦ συλλαμβάνων πτηνά, [[ὀρνιθοθήρας]], Ἀνθ. Π. 9. 264.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />oiseleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[ἔργον]].
}}
}}