Anonymous

ἰξευτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξευτής''': -οῦ, ὁ, ([[ἰξεύω]]) ὡς τὸ [[ἰξευτήρ]], ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, [[ὀρνιθοθήρας]], ἰξευτὰς [[κῶρος]] Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξευτής]]· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἰξευτικός]], ἰξευταῖς καλάμοις [[αὐτόθι]] 6. 152.
|lstext='''ἰξευτής''': -οῦ, ὁ, ([[ἰξεύω]]) ὡς τὸ [[ἰξευτήρ]], ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, [[ὀρνιθοθήρας]], ἰξευτὰς [[κῶρος]] Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξευτής]]· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἰξευτικός]], ἰξευταῖς καλάμοις [[αὐτόθι]] 6. 152.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]].
}}
}}