3,271,318
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξευτής''': -οῦ, ὁ, ([[ἰξεύω]]) ὡς τὸ [[ἰξευτήρ]], ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, [[ὀρνιθοθήρας]], ἰξευτὰς [[κῶρος]] Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξευτής]]· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἰξευτικός]], ἰξευταῖς καλάμοις [[αὐτόθι]] 6. 152. | |lstext='''ἰξευτής''': -οῦ, ὁ, ([[ἰξεύω]]) ὡς τὸ [[ἰξευτήρ]], ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, [[ὀρνιθοθήρας]], ἰξευτὰς [[κῶρος]] Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξευτής]]· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἰξευτικός]], ἰξευταῖς καλάμοις [[αὐτόθι]] 6. 152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]]. | |||
}} | }} |