Anonymous

ἱππασία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππᾰσία''': ἡ, ([[ἱππάζομαι]]) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ [[γύμνασις]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, [[ἁρματηλασία]], Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4.
|lstext='''ἱππᾰσία''': ἡ, ([[ἱππάζομαι]]) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ [[γύμνασις]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, [[ἁρματηλασία]], Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manœuvre de cavalerie;<br /><b>2</b> action de conduire des chevaux <i>ou</i> une voiture.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
}}