3,277,637
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποτῡφία''': ἡ, ([[τῦφος]]) [[ὑπεροψία]] ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]]. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. [[ἵππος]] VI. | |lstext='''ἱπποτῡφία''': ἡ, ([[τῦφος]]) [[ὑπεροψία]] ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]]. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. [[ἵππος]] VI. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />faste <i>ou</i> orgueil excessif.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[τῦφος]]. | |||
}} | }} |