Anonymous

θορός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θορός''': ὁ, τὸ [[σπέρμα]] τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[θορή]]. (Πρβλ. [[θρώσκω]] ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.
|lstext='''θορός''': ὁ, τὸ [[σπέρμα]] τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[θορή]]. (Πρβλ. [[θρώσκω]] ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />semence génitale.<br />'''Étymologie:''' R. Θορ, v. [[θρῴσκω]].
}}
}}