Anonymous

ἱππαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππᾰγωγός''': -όν, φέρων ἵππους· ἰδίως ἐπὶ τῶν πλοίων, δι’ ὧν μετέφερον ἱππικὸν [[στράτευμα]], ἱππαγωγὰ πλοῖα Ἡρόδ. 6. 48· ἱππαγωγοὶ [[νέες]] [[αὐτόθι]] 95· ἐν ἱππαγωγοῖς ναυσὶν Θουκ. 2. 56., 4. 42· τριήρεις ἱππαγωγοὺς Δημ. 44. 20, Διόδ. 11. 3· [[ὡσαύτως]], μόνον ἱππαγωγοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 599, Δημ. 46. 5.
|lstext='''ἱππᾰγωγός''': -όν, φέρων ἵππους· ἰδίως ἐπὶ τῶν πλοίων, δι’ ὧν μετέφερον ἱππικὸν [[στράτευμα]], ἱππαγωγὰ πλοῖα Ἡρόδ. 6. 48· ἱππαγωγοὶ [[νέες]] [[αὐτόθι]] 95· ἐν ἱππαγωγοῖς ναυσὶν Θουκ. 2. 56., 4. 42· τριήρεις ἱππαγωγοὺς Δημ. 44. 20, Διόδ. 11. 3· [[ὡσαύτως]], μόνον ἱππαγωγοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 599, Δημ. 46. 5.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui sert au transport des chevaux : ἱππαγωγὰ πλοῖα HDT, ἱππαγωγοί [[νέες]] HDT, τριήρεις DÉM <i>ou simpl.</i> [[αἱ]] ἱππαγωγοί vaisseaux de transport pour les chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[ἄγω]].
}}
}}