Anonymous

ἱκταῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκταῖος''': -α, -ον, = [[ἱκέσιος]], Αἰσχύλ, Ἱκ. 385 [[μετὰ]] βραχείας παραληγούσης ὡς ἐν τῷ δείλαιος: ὁ Δινδ. ἱκτίου.
|lstext='''ἱκταῖος''': -α, -ον, = [[ἱκέσιος]], Αἰσχύλ, Ἱκ. 385 [[μετὰ]] βραχείας παραληγούσης ὡς ἐν τῷ δείλαιος: ὁ Δινδ. ἱκτίου.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκνέομαι]].
}}
}}