3,276,318
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θύσᾰνος''': ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., [[κροσσοί]], κροσσωτὸν [[κόσμημα]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· [[θύσανος]] δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς κινήσεως). | |lstext='''θύσᾰνος''': ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., [[κροσσοί]], κροσσωτὸν [[κόσμημα]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· [[θύσανος]] δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς κινήσεως). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />frange, bordure.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]². | |||
}} | }} |