Anonymous

ἱμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμάσσω''': ῐ: μέλλ. ἱμάσω ᾰ ἀόρ. ἵμᾰσα: ([[ἱμάς]]): ― [[μαστίζω]], κτυπῶ διὰ τῆς μάστιγος τοὺς ἵππους, τοὺς δ’ ἵμασ’ Ἀντίλοχος Ἰλ. Ε. 589, πρβλ. Λ. 531· ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους Ὀδ. Ε. 380· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἰ.. σε πληγῇσιν [[ἱμάσσω]] Ἰλ. Ο. 17· [[ὡσαύτως]], ἵμασε χθόνα χειρί, ἔπληττεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 340· ὅτε.. γαῖαν ἱμάσσῃ, [[ὅταν]] πλήττῃ αὐτὴν διὰ τῶν κεραυνῶν, Ἰλ. Β. 782. ― Παθ., ἱμασσόμενος [[δέμας]] αὔραις Ἀνθ. Π. 7. 696· φρένα κέντρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 32. ― Ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱμάσκω ἐν Ἐπιγρ. Ἤλιδ. 11527·8 = Ὀλ. 2 = Roberts 292.
|lstext='''ἱμάσσω''': ῐ: μέλλ. ἱμάσω ᾰ ἀόρ. ἵμᾰσα: ([[ἱμάς]]): ― [[μαστίζω]], κτυπῶ διὰ τῆς μάστιγος τοὺς ἵππους, τοὺς δ’ ἵμασ’ Ἀντίλοχος Ἰλ. Ε. 589, πρβλ. Λ. 531· ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους Ὀδ. Ε. 380· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἰ.. σε πληγῇσιν [[ἱμάσσω]] Ἰλ. Ο. 17· [[ὡσαύτως]], ἵμασε χθόνα χειρί, ἔπληττεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 340· ὅτε.. γαῖαν ἱμάσσῃ, [[ὅταν]] πλήττῃ αὐτὴν διὰ τῶν κεραυνῶν, Ἰλ. Β. 782. ― Παθ., ἱμασσόμενος [[δέμας]] αὔραις Ἀνθ. Π. 7. 696· φρένα κέντρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 32. ― Ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱμάσκω ἐν Ἐπιγρ. Ἤλιδ. 11527·8 = Ὀλ. 2 = Roberts 292.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἱμάσω. ao. ἵμασα;<br />fouetter : ἵππους IL, OD des chevaux ; τινα πληγῇσιν IL frapper qqn de coups de fouet ; <i>fig.</i> γαῖαν IL frapper la terre (de la foudre).<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]].
}}
}}