Anonymous

ἱπποβάτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]], ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: [[ἐπιβήτωρ]], Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, [[ἐπιβαίνω]] τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo.
|lstext='''ἱπποβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]], ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: [[ἐπιβήτωρ]], Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, [[ἐπιβαίνω]] τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor.</i> ἱπποβάτας;<br />ου (ὁ) :<br />qui va à cheval, cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βαίνω]].
}}
}}