Anonymous

ἰχθυβόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυβόλος''': -ον, πλήττων, συλλαμβάνων ἰχθῦς, ἰχθ. [[μηχανή]]. περὶ τῆς τριαίνης, «καμακίου», Αἰσχύλ. Θήβ. 133· αἴθυιαι Ἀνθ 11, 6. 23. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἁλιεύς]], «ψαρᾶς», [[αὐτόθι]] 7. 295., 9. 227. ΙΙ. Παθ, ἰχθ. [[θήρα]], [[ἄγρα]] ἰχθύων ἠγρευμένων διὰ τῆς τριαίνης, [[αὐτόθι]] 6. 24· ἰχθ. δεῖπνα Ὀππ. Ἁλ. 3. 18.
|lstext='''ἰχθυβόλος''': -ον, πλήττων, συλλαμβάνων ἰχθῦς, ἰχθ. [[μηχανή]]. περὶ τῆς τριαίνης, «καμακίου», Αἰσχύλ. Θήβ. 133· αἴθυιαι Ἀνθ 11, 6. 23. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἁλιεύς]], «ψαρᾶς», [[αὐτόθι]] 7. 295., 9. 227. ΙΙ. Παθ, ἰχθ. [[θήρα]], [[ἄγρα]] ἰχθύων ἠγρευμένων διὰ τῆς τριαίνης, [[αὐτόθι]] 6. 24· ἰχθ. δεῖπνα Ὀππ. Ἁλ. 3. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui harponne le poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[βάλλω]].
}}
}}