Anonymous

ἰθυδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυδρόμος''': ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, [[πρίων]] Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων [[Ἑρμῆς]] Τρισμέγ.
|lstext='''ἰθυδρόμος''': ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, [[πρίων]] Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων [[Ἑρμῆς]] Τρισμέγ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[δραμεῖν]].
}}
}}