Anonymous

ἱστοβοεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστοβοεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν [[μέρος]] τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον [[μέρος]] ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ [[γύης]] ἀποτελοῦσιν [[ὁμοῦ]] τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ [[ζυγός]])· ἡ δὲ [[παροιμία]] ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
|lstext='''ἱστοβοεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν [[μέρος]] τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον [[μέρος]] ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ [[γύης]] ἀποτελοῦσιν [[ὁμοῦ]] τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ [[ζυγός]])· ἡ δὲ [[παροιμία]] ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
}}
{{bailly
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]].
}}
}}