Anonymous

ἰταμότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰταμότης''': -ητος, ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[τόλμη]], ἀπερισκεψία, [[θρασύτης]], [[ἀναισχυντία]], Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.
|lstext='''ἰταμότης''': -ητος, ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[τόλμη]], ἀπερισκεψία, [[θρασύτης]], [[ἀναισχυντία]], Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />hardiesse, effronterie, impudence.<br />'''Étymologie:''' [[ἰταμός]].
}}
}}