Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθομιλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθομῑλέω''': μέλλ. -ήσω, ἑλκύω διὰ τῆς καθ’ ἡμέραν συναναστροφῆς, κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος, τοὺς γνωρίμους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 33. πρβλ. Πλούτ. 2. 52Ε, καὶ ἐν Καίσ. 15 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] καθωμάλισε ἀντὶ καθωμίλησε), Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 63· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., καθομιλῶ τῷ πλήθει, [[ἔρχομαι]] εἰς συγκοινωνίαν, σχετίζομαι [[μετὰ]] τοῦ λαοῦ, Διόδ. 14. 70· οὕτω, καθ. τοὺς καιροὺς ἢ τοῖς καιροῖς, φέρεσθαι κατὰ τὰς περιστάσεις, Λατ. inservire temporibus, Ἀθήν. 513Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 47, 546, 1001: - Παθ., ὑπὸ Δημάδου καθομιληθεὶς Διόδ. 16. 87. ΙΙ. Παθ., ἡ καθωμιλημένη [[δόξα]], ἡ διαδεδομένη παρὰ τοῖς πολλοῖς [[δοξασία]], Πολύβ. 10, 5, 9· ὑφ’ ἧς ὁ [[σαρδόνιος]] [[γέλως]] οὐκ εὐφήμως ἐν τῷ βίῳ καθωμίληται, κατήντησε [[παροιμιώδης]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμακ. 14· - Ἐπίρρ. καθωμιλημένως Εὐστ. Πονημ. 302. 29. - Περὶ τοῦ καθωμίληται καὶ καθωμιλημένη [[γλῶσσα]] ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 1.
|lstext='''καθομῑλέω''': μέλλ. -ήσω, ἑλκύω διὰ τῆς καθ’ ἡμέραν συναναστροφῆς, κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος, τοὺς γνωρίμους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 33. πρβλ. Πλούτ. 2. 52Ε, καὶ ἐν Καίσ. 15 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] καθωμάλισε ἀντὶ καθωμίλησε), Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 63· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., καθομιλῶ τῷ πλήθει, [[ἔρχομαι]] εἰς συγκοινωνίαν, σχετίζομαι [[μετὰ]] τοῦ λαοῦ, Διόδ. 14. 70· οὕτω, καθ. τοὺς καιροὺς ἢ τοῖς καιροῖς, φέρεσθαι κατὰ τὰς περιστάσεις, Λατ. inservire temporibus, Ἀθήν. 513Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 47, 546, 1001: - Παθ., ὑπὸ Δημάδου καθομιληθεὶς Διόδ. 16. 87. ΙΙ. Παθ., ἡ καθωμιλημένη [[δόξα]], ἡ διαδεδομένη παρὰ τοῖς πολλοῖς [[δοξασία]], Πολύβ. 10, 5, 9· ὑφ’ ἧς ὁ [[σαρδόνιος]] [[γέλως]] οὐκ εὐφήμως ἐν τῷ βίῳ καθωμίληται, κατήντησε [[παροιμιώδης]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμακ. 14· - Ἐπίρρ. καθωμιλημένως Εὐστ. Πονημ. 302. 29. - Περὶ τοῦ καθωμίληται καὶ καθωμιλημένη [[γλῶσσα]] ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se concilier par des relations, par des entretiens.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁμιλέω]].
}}
}}