Anonymous

ἴπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴπτομαι''': μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[καταπιέζω]], μέγα [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· [[τάχα]] ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[βλάπτω]], Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΙΠ, [[ἶπος]], [[ἰπόω]], κτλ.)
|lstext='''ἴπτομαι''': μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[καταπιέζω]], μέγα [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· [[τάχα]] ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[βλάπτω]], Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΙΠ, [[ἶπος]], [[ἰπόω]], κτλ.)
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἴψομαι, <i>ao.</i> ἰψάμην;<br /><b>1</b> presser, accabler;<br /><b>2</b> blesser, endommager.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰπόω]].
}}
}}