3,273,446
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαιρέω''': Ἰων. [[καταιρέω]]: μέλλ. -ήσω: μέλλ. β΄καθελῶ Ἀνθ. Πλαν. 334: ἀόρ. β΄ καθεῖλον, ἀπαρ. καθελεῖν: ἀόρ. α΄ παρὰ Βυζ. καθῄρησα καὶ καθῄρεσα. Καταβιβάζω, καθείλομεν ἱστία Ὀδ. Ι. 149· κάδ’ δ’ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον (ἐν τμήσει) Ἰλ. Ω. 268· καθαίρειν [[ἄχθος]], καταβιβάζειν, δηλ. καταβιβάζειν αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὤμων τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 10· κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων, τινὰ ἐξ αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 8· ἐκεῖνον μὲν καθεῖλον, κατεβίβασαν ἐκ τοῦ σταυροῦ, Πολύβ. 1. 86, 6· - [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φθάνει τὰ τόξα κατελόμενος, προφθάνει καὶ καταβιβάζει τὰ τόξα (δηλ. ἐκ τοῦ μέρους [[ἔνθα]] ἐκρέμαντο), Ἡρόδ. 3. 78· τοὺς ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 1. 2) [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς νεκροῦ, [[ὄσσε]] καθαιρήσουσι θανόντι περ Ἰλ. Λ. 453· ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Ὀδ. Ω. 296· οὕτω, χερσὶ κατ’ ὀφθαλμοὺς [[ἑλέειν]] Λ. 426. 3) ἐπὶ μάγων, [[κατάγω]], [[καταβιβάζω]] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Λατ. caelo deducere, σελήνην Ἀριστοφ. Νεφ. 750, Πλάτ. Γοργ. 513Α· καθ. εἰκόνα Λυκοῦργ. 164. 29. 4) κατὰ με [[πέδον]] γᾶς ἕλοι, «νἀνοίξ’ ἡ γῆ καὶ νὰ μὲ καταπιῇ», Εὐρ. Ἱκέτ. 829. ΙΙ. [[καταβάλλω]], [[καταστρέφω]], ὅτε κέν μιν Μοῖρ’ ὀλόη καθέλῃσι Ὀδ. Β. 100, Γ. 238, Τ. 145, κτλ.· μὴ καθέλοι μιν ἀιὼν Πινδ. Ο. 9. 90· φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 398· [[μοῖρα]] τὸν φύσαντα καθεῖλε Σοφ. Αἴ. 517, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 878, κτλ.· [[ἁπλῶς]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], ταῦρον [[αὐτόθι]] 1143, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1063. 2) [[καταλύω]], ἐλπίσας (ὁ Κροῖσος) καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Ἡρόδ. 1, 71, πρβλ. 1. 4, 95., 2. 147, κτλ., πρβλ. Δημ. 20. 11, κτλ.· ἰδίως, [[ἐκβάλλω]] τῆς ἀρχῆς, ἐκθρονίζω, Ἡρόδ. 1. 124., 7. 8· τό τε λῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης, καὶ τὴν πειρατείαν ἠφάνιζεν ἐκ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 1. 4· κ. ὕβριν τινός, ὄλβον, τὸ [[ἀξίωμα]] Ἡρόδ. 9. 27, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Πλουτ. Θεμιστ. 22· καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν, ἑστερημένος, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 38. 3) [[κατεδαφίζω]], τὰς πόλεις Θουκ. 1. 58, πρβλ. 2, 14., 5, 39· τῶν τειχῶν, [[μέρος]] τῶν τειχῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13· καθῃρέθη...[[Οἰχαλία]] δόρει Σοφ. Τρ. 478, κτλ. 4) [[ἐξαλείφω]], [[ἀπαλείφω]], καταργῶ, ἀκυρῶ, τὸ Μεγαρέων [[ψήφισμα]] Θουκ. 1. 140, πρβλ. 139, Πλουτ. Περικλ. 29· [[ἔργον]] κ. λόγῳ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 18. 5) ὡς Ἀττ. δικανικὸς [[ὄρος]], [[καταδικάζω]], ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]], καταδικαστικὴ [[ψῆφος]], Λυσ. 133. 12· μετ’ ἀπαρ., ἐμὲ [[πάλος]] καθαιρεῖ... λαβεῖν Σοφ. Ἀντ. 275· καὶ οὕτω πιθαν., κατὰ με... [[Ἀΐδας]] ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1689, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 862· [[ἁπλῶς]] ἀποφασίζω, ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι Διον. Ἁλ. 7. 36, πρβλ. 39. 6) ἐλαττώνω, [[ὑποβιβάζω]], μειῶ, ἀντίθετον τῷ [[αὔξω]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 20, πρβλ. Φυσ. 6. 6, 9· - ἐλαττώνω, καθιστῶ τι ἰσχνότερον, [[σῶμα]] κ. διαίταις Πλουτ. Ἀντών. 53· πρβλ. [[καθαίρεσις]] 2. ΙΙΙ. νικῶ, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], κὰδ δέ μιν [[ὕπνος]] ᾕρει Ὀδ. Ι. 372· κατ. τινὰ Ἡρόδ. 6. 29, Ξεν.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνειν τινὰ ἐν τῇ ἐκτελέσει ἀφροσύνης, Σοφ. Ἀντ. 383· [[μετὰ]] γεν. τοῦ μέρους, κ. τῶν ὤτων, λαμβάνειν ἐκ τῶν ὤτων..., Θεόκρ. 5. 132· πρβλ. [[καθευρίσκω]]. IV. [[λαμβάνω]] ὡς ἀμοιβὴν ἢ [[βραβεῖον]], καθαιρεῖν ἀγῶνα ἢ [[ἀγώνισμα]] Πλουτ. Πομπ. 8· μεταφ., κατορθώνω, ἀγώνιον...[[εὖχος]] ἔργῳ καθελὼν Πινδ. Ο. 10. 75· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φόνῳ καθαιρεῖσθ’, οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 749· ἐν τῷ Παθ., Ἡρόδ. 7. 50, § 2· πρβλ. [[αἱρέω]] ΙΙ. 3, [[συγκαθαιρέω]]. V. σπανιώτερον ὡς τὸ ἁπλοῦν αἱρεῖν, [[λαμβάνω]] καὶ [[ἀποκομίζω]], [[ἁρπάζω]], Ἡρόδ. 6. 41, πρβλ. 5. 36. | |lstext='''καθαιρέω''': Ἰων. [[καταιρέω]]: μέλλ. -ήσω: μέλλ. β΄καθελῶ Ἀνθ. Πλαν. 334: ἀόρ. β΄ καθεῖλον, ἀπαρ. καθελεῖν: ἀόρ. α΄ παρὰ Βυζ. καθῄρησα καὶ καθῄρεσα. Καταβιβάζω, καθείλομεν ἱστία Ὀδ. Ι. 149· κάδ’ δ’ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον (ἐν τμήσει) Ἰλ. Ω. 268· καθαίρειν [[ἄχθος]], καταβιβάζειν, δηλ. καταβιβάζειν αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὤμων τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 10· κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων, τινὰ ἐξ αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 8· ἐκεῖνον μὲν καθεῖλον, κατεβίβασαν ἐκ τοῦ σταυροῦ, Πολύβ. 1. 86, 6· - [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φθάνει τὰ τόξα κατελόμενος, προφθάνει καὶ καταβιβάζει τὰ τόξα (δηλ. ἐκ τοῦ μέρους [[ἔνθα]] ἐκρέμαντο), Ἡρόδ. 3. 78· τοὺς ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 1. 2) [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς νεκροῦ, [[ὄσσε]] καθαιρήσουσι θανόντι περ Ἰλ. Λ. 453· ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Ὀδ. Ω. 296· οὕτω, χερσὶ κατ’ ὀφθαλμοὺς [[ἑλέειν]] Λ. 426. 3) ἐπὶ μάγων, [[κατάγω]], [[καταβιβάζω]] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Λατ. caelo deducere, σελήνην Ἀριστοφ. Νεφ. 750, Πλάτ. Γοργ. 513Α· καθ. εἰκόνα Λυκοῦργ. 164. 29. 4) κατὰ με [[πέδον]] γᾶς ἕλοι, «νἀνοίξ’ ἡ γῆ καὶ νὰ μὲ καταπιῇ», Εὐρ. Ἱκέτ. 829. ΙΙ. [[καταβάλλω]], [[καταστρέφω]], ὅτε κέν μιν Μοῖρ’ ὀλόη καθέλῃσι Ὀδ. Β. 100, Γ. 238, Τ. 145, κτλ.· μὴ καθέλοι μιν ἀιὼν Πινδ. Ο. 9. 90· φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 398· [[μοῖρα]] τὸν φύσαντα καθεῖλε Σοφ. Αἴ. 517, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 878, κτλ.· [[ἁπλῶς]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], ταῦρον [[αὐτόθι]] 1143, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1063. 2) [[καταλύω]], ἐλπίσας (ὁ Κροῖσος) καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Ἡρόδ. 1, 71, πρβλ. 1. 4, 95., 2. 147, κτλ., πρβλ. Δημ. 20. 11, κτλ.· ἰδίως, [[ἐκβάλλω]] τῆς ἀρχῆς, ἐκθρονίζω, Ἡρόδ. 1. 124., 7. 8· τό τε λῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης, καὶ τὴν πειρατείαν ἠφάνιζεν ἐκ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 1. 4· κ. ὕβριν τινός, ὄλβον, τὸ [[ἀξίωμα]] Ἡρόδ. 9. 27, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Πλουτ. Θεμιστ. 22· καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν, ἑστερημένος, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 38. 3) [[κατεδαφίζω]], τὰς πόλεις Θουκ. 1. 58, πρβλ. 2, 14., 5, 39· τῶν τειχῶν, [[μέρος]] τῶν τειχῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13· καθῃρέθη...[[Οἰχαλία]] δόρει Σοφ. Τρ. 478, κτλ. 4) [[ἐξαλείφω]], [[ἀπαλείφω]], καταργῶ, ἀκυρῶ, τὸ Μεγαρέων [[ψήφισμα]] Θουκ. 1. 140, πρβλ. 139, Πλουτ. Περικλ. 29· [[ἔργον]] κ. λόγῳ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 18. 5) ὡς Ἀττ. δικανικὸς [[ὄρος]], [[καταδικάζω]], ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]], καταδικαστικὴ [[ψῆφος]], Λυσ. 133. 12· μετ’ ἀπαρ., ἐμὲ [[πάλος]] καθαιρεῖ... λαβεῖν Σοφ. Ἀντ. 275· καὶ οὕτω πιθαν., κατὰ με... [[Ἀΐδας]] ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1689, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 862· [[ἁπλῶς]] ἀποφασίζω, ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι Διον. Ἁλ. 7. 36, πρβλ. 39. 6) ἐλαττώνω, [[ὑποβιβάζω]], μειῶ, ἀντίθετον τῷ [[αὔξω]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 20, πρβλ. Φυσ. 6. 6, 9· - ἐλαττώνω, καθιστῶ τι ἰσχνότερον, [[σῶμα]] κ. διαίταις Πλουτ. Ἀντών. 53· πρβλ. [[καθαίρεσις]] 2. ΙΙΙ. νικῶ, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], κὰδ δέ μιν [[ὕπνος]] ᾕρει Ὀδ. Ι. 372· κατ. τινὰ Ἡρόδ. 6. 29, Ξεν.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνειν τινὰ ἐν τῇ ἐκτελέσει ἀφροσύνης, Σοφ. Ἀντ. 383· [[μετὰ]] γεν. τοῦ μέρους, κ. τῶν ὤτων, λαμβάνειν ἐκ τῶν ὤτων..., Θεόκρ. 5. 132· πρβλ. [[καθευρίσκω]]. IV. [[λαμβάνω]] ὡς ἀμοιβὴν ἢ [[βραβεῖον]], καθαιρεῖν ἀγῶνα ἢ [[ἀγώνισμα]] Πλουτ. Πομπ. 8· μεταφ., κατορθώνω, ἀγώνιον...[[εὖχος]] ἔργῳ καθελὼν Πινδ. Ο. 10. 75· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φόνῳ καθαιρεῖσθ’, οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 749· ἐν τῷ Παθ., Ἡρόδ. 7. 50, § 2· πρβλ. [[αἱρέω]] ΙΙ. 3, [[συγκαθαιρέω]]. V. σπανιώτερον ὡς τὸ ἁπλοῦν αἱρεῖν, [[λαμβάνω]] καὶ [[ἀποκομίζω]], [[ἁρπάζω]], Ἡρόδ. 6. 41, πρβλ. 5. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> καθαιρήσω, <i>postér.</i> καθελῶ, <i>ao.2</i> [[καθεῖλον]];<br /><b>I.</b> faire descendre, baisser, abaisser : [[ἱστία]] OD caler des voiles ; ἀπὸ [[πασσαλόφι]] [[ζυγόν]] IL décrocher un joug du clou auquel il est suspendu ; [[ὄσσε]] IL, ὀφθαλμούς OD abaisser les paupières, fermer les yeux (d’un mort);<br /><b>II.</b> <i>particul. avec idée d’efforts pénibles, de violence ou d’hostilité</i> :<br /><b>1</b> abattre, renverser;<br /><b>2</b> abattre, tuer : τινα faire périr qqn ; <i>fig.</i> Κῦρον καὶ τὴν Πέρσεων δύναμιν HDT détrôner Cyrus et détruire la puissance des Perses ; τὸ λῃστικὸν [[ἐκ]] τῆς θαλάσσης THC purger la mer des pirates ; ὕβριν τινός HDT abattre l’insolence de qqn;<br /><b>3</b> <i>en parl. de décisions légales, de décrets, de sentences</i> : καθαιροῦσα [[ψῆφος]] LYS arrêt de condamnation (<i>propr.</i> vote qui jette à bas) ; κ. [[ψήφισμα]] THC abroger un décret ; ἐμὲ [[πάλος]] καθαιρεῖ inf. SOPH le sort me condamne à;<br /><b>4</b> amoindrir : τὸ [[σῶμα]] PLUT exténuer le corps, l’épuiser;<br /><b>5</b> s’emparer de, mettre la main sur : τινά s’emparer de qqn ; χρήματα HDT enlever de l’argent ; ἀγῶνα PLAT emporter le prix d’un concours ; <i>fig.</i> [[μεγάλα]] πρήγματα HDT accomplir de grandes choses (<i>propr.</i> abattre de grandes besognes);<br /><i><b>Moy.</b></i> καθαιρέομαι-οῦμαι (<i>f.</i> καθαιρήσομαι, <i>ao.2</i> [[καθειλόμην]]) abaisser pour soi : τὰ τόξα HDT décrocher son arc.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱρέω]]. | |||
}} | }} |