Anonymous

κάθυδρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθυδρος''': ῠ, ον, [[πλήρης]] ὕδατος, [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]] Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· [[χωρίον]] ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
|lstext='''κάθυδρος''': ῠ, ον, [[πλήρης]] ὕδατος, [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]] Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· [[χωρίον]] ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d’eau, abondant en eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὕδωρ]].
}}
}}