Anonymous

καθέρπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέρπω''': ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἕρπω]])· [[ἕρπω]], συρόμενος [[καταβαίνω]], ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι [[ἴουλος]] καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.
|lstext='''καθέρπω''': ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἕρπω]])· [[ἕρπω]], συρόμενος [[καταβαίνω]], ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι [[ἴουλος]] καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθεῖρπον ; <i>ao.</i> καθείρπυσα, <i>emprunté à</i> [[καθερπύζω]];<br />descendre en rampant, se glisser en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕρπω]].
}}
}}