3,277,700
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «[[κακόβουλος]]» (Σχόλ.), Αἶαν, [[νεῖκος]] ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ. | |lstext='''κακοφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «[[κακόβουλος]]» (Σχόλ.), Αἶαν, [[νεῖκος]] ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui a de mauvais desseins, malveillant.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], φράζομαι. | |||
}} | }} |