Anonymous

καλλιέλαιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιέλαιος''': ἡ, ἡ [[ἥμερος]] [[ἐλαία]], ἀντίθετον τῷ [[ἀγριέλαιος]], Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν [[ἔλαιον]], καὶ γενήσεται ἡ [[ἐλαία]] [[πολυφόρος]] καὶ [[καλλιέλαιος]] Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.
|lstext='''καλλιέλαιος''': ἡ, ἡ [[ἥμερος]] [[ἐλαία]], ἀντίθετον τῷ [[ἀγριέλαιος]], Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν [[ἔλαιον]], καὶ γενήσεται ἡ [[ἐλαία]] [[πολυφόρος]] καὶ [[καλλιέλαιος]] Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit de belles olives ; <i>subst.</i> ἡ [[καλλιέλαιος]] olivier cultivé.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἐλαία]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀγριέλαιος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]], [[μορία]].
}}
}}