Anonymous

καινοτόμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. [[καινοτόμος]], Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.
|lstext='''καινοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. [[καινοτόμος]], Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui innove, novateur.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τέμνω]].
}}
}}